παραπηγνυμι

παραπηγνυμι
    παραπήγνυμι
    παρα-πήγνῡμι
    1) втыкать, вбивать
    

(αἰχμὰς ἔνθεν καὴ ἔνθεν Her.)

    2) внедрять, внушать
    

(τὰς ὑποθήκας τοῖς νέοις Plut.)

    3) (pf. παραπέπηγα) быть воткнутым
    

(παρὰ δ΄ ἔγχεα πέπηγεν Hom.)

    4) (плотно) примыкать, быть тесно связанным
    

(αἱ λῦπαι παραπεπήγασι ταῖς ἡδοναῖς Isocr.)

    5) med. закреплять, фиксировать, отмечать, записывать
    

(τὰ τοῦ κόσμου παθήματα Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραπηγνυμι" в других словарях:

  • παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • παραπεπηγμένων — παραπήγνυμι fix beside perf part mp fem gen pl παραπήγνυμι fix beside perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπεπηγότα — παραπήγνυμι fix beside perf part act neut nom/voc/acc pl παραπήγνυμι fix beside perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπηγνύει — παραπήγνυμι fix beside pres ind mp 2nd sg παραπήγνυμι fix beside pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπηγνύμενον — παραπήγνυμι fix beside pres part mp masc acc sg παραπήγνυμι fix beside pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπηγνύουσι — παραπήγνυμι fix beside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπήγνυμι fix beside pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπηγνύουσιν — παραπήγνυμι fix beside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραπήγνυμι fix beside pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπέπηγε — παραπήγνυμι fix beside perf imperat act 2nd sg παραπήγνυμι fix beside perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπέπηγεν — παραπήγνυμι fix beside perf ind act 3rd sg παραπήγνυμι fix beside plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπήξομεν — παραπήγνυμι fix beside aor subj act 1st pl (epic) παραπήγνυμι fix beside fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπεπηγμένην — παραπήγνυμι fix beside perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»